Συναίσθημα, Εγκέφαλος και Συναισθηματική ρύθμιση. Όταν η Νευροεπιστήμη των συναισθημάτων συναντά την Ψυχοθεραπεία.

Τα συναισθήματα είναι ένα βίωμα συνυφασμένο με την ύπαρξής μας. Παρακάτω «κοιτάζουμε» τα συναισθήματα από τη σκοπιά των εξελίξεων στο χώρο της νευροεπιστήμης που «συναντά» τα τελευταία χρόνια το πεδίο της ψυχοθεραπείας.

Τα συναισθήματα επηρεάζουν και δίνουν μορφή σε αυτό που σκεπτόμαστε, αισθανόμαστε και πράττουμε. Τα συναισθήματα υπάρχουν για να μας βοηθήσουν να καταλαβαίνουμε και να επικοινωνούμε μηνύματα στους άλλους, μας βοηθούν να συνδεόμαστε με τους άλλους, μας καθοδηγούν στο να εκδηλώνουμε τη συμπεριφορά μας στην κοινωνική μας ζωή. Όταν προκύπτουν προβλήματα στις σχέσεις μας, συναισθήματα εγείρονται για να μας ενημερώσουν ότι έχουμε ανάγκες οι οποίες άλλοτε καλύπτονται και άλλοτε όχι, δίνοντάς μας τη δυνατότητα ενδεχομένως να τις επικοινωνούμε είτε να δρούμε κατάλληλα. Μερικές φορές τα συναισθήματα οδηγούν σε αντιδράσεις οι οποίες μπορεί να είναι λειτουργικές, δηλαδή μας βοηθούν να αισθανόμαστε ήρεμοι, να πετυχαίνουμε τους στόχους μας και να παίρνουμε ικανοποίηση από τις σχέσεις μας.

Τι είναι όμως τα συναισθήματα; Τα συναισθήματα είναι ένας ψυχοβιολογικός μηχανισμός προσαρμογής που βοηθά το άτομο να αντιδρά και να αλληλεπιδρά δυναμικά με το περιβάλλον του. Αποτελούνται από ένα σύνολο γνωστικών, υποκειμενικών, φυσιολογικών και κινητικών αλλαγών που προκύπτουν σε όλους μας όταν ερμηνεύουμε ένα γεγονός – εσωτερικό ή εξωτερικό – ως θετικό ή αρνητικό σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και ανάλογα με τους εκάστοτε στόχους μας. Μπορεί να συμβεί να έχουμε επίγνωση αυτής της ερμηνείας, μπορεί όμως και όχι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συναισθηματική εμπειρία περιλαμβάνει ένα σωματικό, συγκινησιακό κομμάτι (π.χ. αισθάνομαι το σώμα μου να έχει ένταση, τις γροθιές μου να σφίγγουν και το πρόσωπό μου να κοκκινίζει) και ένα γνωστικό κομμάτι αξιολόγησης αυτής της σωματικής αίσθησης (π.χ. παρατηρώ ότι αισθάνομαι θυμωμένος). Τα στοιχεία μιας συναισθηματικής εμπειρίας μπορεί να ξεδιπλώνονται στο χρόνο (π.χ. να κλιμακώνονται ή να αποκλιμακώνονται σταδιακά), να εκδηλώνονται ξαφνικά ή να εναλλάσσονται, ενώ τα διαφορετικά στοιχεία αυτής της εμπειρίας, όπως τα γνωστικά, τα σωματικά και τα κινητικά να είναι σε συμφωνία ή ακόμα και να είναι αντιφατικά μεταξύ τους σε σχέση με το χρόνο, το εύρος της έκφρασης και τη διάρκειά τους. Για παράδειγμα μπορεί να παρατηρήσω ότι η διάθεσή μου πέφτει απότομα σε ένα πάρτι και να αισθάνομαι ξαφνικά θλιμμένος, ενώ βρίσκομαι σε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα, ανάμεσα σε ανθρώπους που χορεύουν και διασκεδάζουν. Μπορεί επίσης να συμβεί να έχω διαφορετικά συναισθήματα σε σχέση με ένα γεγονός. Μπορεί να συμβεί τα συναισθήματά μου να εναλλάσσονται απότομα και πολύ γρήγορα είτε να παραμένω σε μια συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση για ώρες.

Από τη σκοπιά των νευροεπιστημών το συναίσθημα (feeling) είναι η ψυχονοητική απεικόνιση ή η ψυχική μας αντίδραση όταν το σώμα μας έχει μια σωματική αίσθηση, δηλαδή μια συγκινησιακή φόρτιση (emotion). Η σωματική αυτή αντίδραση και η ψυχική αυτή εμπειρία έρχονται ως αντίδραση ή απάντηση σε εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα, δηλαδή είτε ως απάντηση στη συμπεριφορά των άλλων, ή σε μια κατάσταση, είτε σε απάντηση μιας δικής μας σκέψης, νοερής εικόνας, ανάμνησης ή συναισθήματος. Τα συναισθήματα είναι μια υποκειμενική εμπειρία που επηρεάζεται από την ιδιοσυγκρασία μας, την προσωπική μας ιστορία, τις πεποιθήσεις, τις αναμνήσεις μας και το νόημα που αποδίδουμε σε αυτήν. Είναι λοιπόν το αποτέλεσμα της ερμηνείας που κάνουμε ως απάντηση σε μια συγκινησιακή φόρτιση-αντίδραση σε κάποιο ερέθισμα, εσωτερικό ή εξωτερικό. Έτσι μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο και από κατάσταση σε κατάσταση. Έτσι για παράδειγμα στη διάρκεια ενός περιπάτου στο βουνό, το χτύπημα της καρδιάς μας στη θέαση ενός απότομου βράχου που κόβει την πορεία μας και τον οποίο χρειάζεται να ανεβούμε για να συνεχίσουμε, μπορεί να προκαλέσει διαφορετικά συναισθήματα σε διαφορετικά άτομα. Εάν σκεφτώ ότι δεν μπορώ να ανεβώ το βράχο και ότι μπορεί να πέσω, είναι πιθανόν ότι θα αισθανθώ φόβο. Αντίθετα εάν ο πιο έμπειρος συνοδοιπόρος μου εκτιμήσει ότι μπορεί να τα καταφέρει με ευκολία ή σκεφτεί ότι η ανάβαση του βράχου θα είναι μάλλον μια ευχάριστη στιγμή στην πορεία μιας βαρετής για εκείνον πορείας, τότε είναι πιθανό να μην αισθανθεί φόβο, αλλά αντίθετα μπορεί να νιώσει χαρά είτε και ενθουσιασμό. Με τον ίδιο τρόπο, μια σωματική λειτουργία, όπως ο χτύπος της καρδιάς, μπορεί να προκαλεί διαφορετικό συναίσθημα στο ίδιο άτομο, σε διαφορετικές καταστάσεις. Ο δυνατός χτύπος της καρδιάς μου μετά από 20 λεπτά αερόβιας άσκησης στο διάδρομο του γυμναστηρίου μπορεί να μην μου προκαλεί κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα, ενώ αντίθετα ο ξαφνικός χτύπος της καρδιάς μου χωρίς προφανή σε εμένα λόγο στη διάρκεια της χαλάρωσής μου στον καναπέ, μπορεί να με κάνει να νιώσω φόβο, εάν τον ερμηνεύσω ως κάτι απειλητικό για μένα. Τα συναισθήματα δεν μπορούν να μετρηθούν με ακρίβεια, όμως μπορούμε να επιχειρήσουμε να εκτιμήσουμε υποκειμενικά πόσο έντονα μπορεί να τα βιώνουμε την κάθε στιγμή.

Πόσα συναισθήματα υπάρχουν; Ο Ekman (1992) μετά από μια διαπολιτισμική μελέτη διέκρινε 6 βασικά καθολικά συναισθήματα τα οποία βιώνουν όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως τόπου κατοικίας και πολιτισμικού στοιχείου: Τα συναισθήματα αυτά είναι o θυμός, η θλίψη, η αηδία, η χαρά, η έκπληξη και ο φόβος. Αντίστοιχα ο Parrot (2001) διέκρινε ως βασικά συναισθήματα την αγάπη, τη χαρά, την έκπληξη, το θυμό, τη λύπη και τον φόβο. Πολλοί θεωρητικοί έχουν διακρίνει και κατονομάσει και άλλες συναισθηματικές καταστάσεις σε διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις. Ίσως να μην έχει τόσο νόημα να απαριθμήσουμε τις ονομασίες και τις ομαδοποιήσεις των συναισθημάτων, ωστόσο μπορεί κάποιος να ανατρέξει στην έρευνα των James Ekman, Lazarus, Parrot, Plutchik για περισσότερες πληροφορίες. Όμως έχει νόημα να καταλάβουμε τη χρησιμότητα των συναισθημάτων στη ζωή μας.

Για να κατανοήσουμε τη χρησιμότητα των συναισθημάτων ίσως έχει σημασία να κατανοήσουμε τη λειτουργία τους στο επίπεδο λειτουργίας του εγκεφάλου: Τα αισθήματα (emotions) είναι αντιδράσεις που συμβαίνουν σε συγκεκριμένες, υποφλοιώδεις και φλοιώδεις περιοχές του εγκεφάλου μας, δηλαδή σε τμήματα του υποθαλάμου και του προμετωπιαίου φλοιού και προκαλούν βιοχημικές αντιδράσεις στο σώμα μας, κάνοντάς το να διεγείρεται ή να χαλαρώνει, αλλάζοντας την φυσική του κατάστασή, ώστε να μας προετοιμάζει πάντα για την ανάλογη δράση. Πρόκειται για κοινές σε όλους τους ανθρώπους, αρχέγονες αντιδράσεις που είχαν επιβιωτική αξία στο παρελθόν και για το λόγο αυτό διατηρήθηκαν εξελικτικά, καθώς προκαλούσαν άμεσες και γρήγορες αντιδράσεις σε απειλητικά γεγονότα, αλλά και στην επιβράβευση. Αυτές οι σωματικές αντιδράσεις είναι η φυσική αντίδραση του οργανισμού μας σε εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα και μπορεί να μετρηθεί με αντικειμενικούς τρόπους. Οι αντιδράσεις αυτές παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην συναισθηματική μας διέγερση, ρυθμίζοντας την έκκριση πολύ σημαντικών ουσιών για την χαλάρωση ή διέγερση του σώματός μας, ενώ συνδέονται με τη μνήμη μας και έτσι κάποιες συναισθηματικές αντιδράσεις που έχουν ιδιαίτερο νόημα για το άτομο μπορεί να είναι έντονες, να αποθηκεύονται στη μνήμη μας και να πυροδοτούνται πιο εύκολα από άλλες.
Με άλλα λόγια το σώμα μας αντιδρά σε γεγονότα εξωτερικά ή εσωτερικά, τα ερμηνεύει αδρά ως καλά ή κακά και αντιδρά οργανώνοντας την έκδηλη, παρατηρήσιμη συμπεριφορά μας, επηρεάζοντας ενδεχομένως με τη σειρά και τον κοινωνικό μας περίγυρο. Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να είναι αποτελεσματική, μπορεί όμως και να μην είναι αποτελεσματική ή λειτουργική ως προς τους στόχους μας, αλλά και ως προς την ικανοποίηση των αναγκών μας.

Τι είναι Συναισθηματική ρύθμιση;
Συναισθηματική ρύθμιση είναι η ικανότητα που έχουμε να μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την έναρξη, τον τερματισμό ή τη ρύθμιση της τροχιάς ενός συναισθήματος. Για παράδειγμα η ικανότητά μου να ελέγχω το θυμό μου, όταν το επιθυμώ, όταν οι καταστάσεις το απαιτούν ή όταν είναι προς το συμφέρον μου, είτε αντίθετα, η ικανότητά μου να αφήσω τον εαυτό μου να νιώσει θυμό, είναι μια έκφανση της συναισθηματικής ρύθμισης που μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη στην καθημερινότητά μου. Στην πρώτη περίπτωση η ικανότητα ελέγχου του θυμού μου μπορεί να σημαίνει την δυνατότητα να εστιάσω την προσοχή μου και να ηρεμήσω τον εαυτό μου όταν χρειάζεται, ώστε να έχω την δυνατότητα να επιλέξω με ποιο τρόπο και εάν θα εκφράσω το θυμό μου. Στην δεύτερη περίπτωση μπορώ να κατευθύνω την προσοχή μου στο τι αισθάνομαι στο σώμα μου και να καταλάβω εάν και πόσο θυμωμένος μπορεί να είμαι, να κατανοήσω τους λόγους για τους οποίους μπορεί να νιώθω έτσι. Μπορεί να έχουμε επίγνωση της λειτουργίας της συναισθηματικής ρύθμισης είτε όχι. Ίσως είναι πιο εύκολο για κάποιους από εμάς να θέτουμε σε λειτουργία αυτήν την ικανότητα αυτόματα είτε συνειδητά. Ίσως πάλι για κάποιους από εμάς είναι περισσότερο ή πολύ δύσκολο να ηρεμούμε τον εαυτό μας. Μερικές φορές μπορεί να μην είμαστε ενήμεροι, είτε να μην έχουμε εξασκηθεί στο να παρατηρούμε τις αντιδράσεις στο σώμα μας και να τις συνδέουμε με το τι αισθανόμαστε.
Η ικανότητα της συναισθηματικής ρύθμισης είναι κάτι διαφορετικό από τη βίωση του συναισθήματος αυτού καθεαυτού, ωστόσο ακολουθεί και αυτή την ίδια πορεία, δηλαδή πυροδοτείται όταν το ίδιο το συναίσθημα γίνεται το επίκεντρο της αξιολόγησής μας, είτε όταν υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών συναισθηματικών αντιδράσεων που βιώνουμε και επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας. Όπως και τα συναισθήματα ενέχουν την αυτόματη, αδρή αξιολόγηση του τύπου: «αυτό είναι καλό ή κακό για μένα», έτσι και η τάση μας να αξιολογούμε ή να ερμηνεύουμε τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις μπορεί να υπάρχει από την πρώιμη ηλικία είτε να μαθαίνεται στη διάρκεια της ζωής. Το αποτέλεσμα αυτής της επεξεργασίας είναι η συναισθηματική ρύθμιση, που μπορεί να συμβαίνει συνειδητά ή μη συνειδητά και δυνητικά μπορεί να στοχεύει σε διαφορετικά στοιχεία της συναισθηματικής μας αντίδρασης.

Όταν για διάφορους λόγους το συναίσθημά μας δε ρυθμίζεται επαρκώς, τότε οι αντιδράσεις μας μπορεί να μην αντιστοιχούν στις απαιτήσεις μια συγκεκριμένης συνθήκης ή κοινωνικής κατάστασης και οι συναισθηματικές μας αντιδράσεις μπορεί να είναι υπερβολικές, ακατάλληλες είτε ανεπαρκείς για να επιτύχουμε τους στόχους μας, για να συνυπάρξουμε με τους άλλους, είτε για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Για παράδειγμα, τα ξεσπάσματα νεύρων, είτε η μεγάλη δυσκολία μου να νιώσω, να αναγνωρίσω και να επεξεργαστώ το θυμό μου είναι δύο εκφάνσεις της δυσκολίας μου να ρυθμίσω το συναίσθημά μου. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε χωρίς να έχω επίγνωση αυτού, είτε ακόμα και έχω επίγνωση της μη λειτουργικής συναισθηματική έκφρασής μου, αλλά ωστόσο να μην είμαι σε θέση να σταματήσω τον εαυτό μου από το να ξανακάνει το ίδιο, ακόμα και αν γνωρίζει ότι αυτή η συμπεριφορά μπορεί να μην με βοηθά μακροπρόθεσμα. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η συστηματική δυσκολία συναισθηματικής ρύθμισης συνδέεται με προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως προβλήματα άγχους, κατάθλιψης, προβλήματα ελέγχου του θυμού, προβλήματα σχέσεων και άλλα.

Η ικανότητα ρύθμισης του συναισθήματος είναι βασική προϋπόθεση για την ψυχολογική λειτουργία. Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια να γίνει σύνθεση της γνώσης που προκύπτει από το χώρο των νευροεπιστημών και της πειραματικής έρευνας, αλλά και του χώρου της ψυχοθεραπείας, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα το πώς προκύπτει η συναισθηματική ρύθμιση, αλλά και πώς οι ειδικοί ψυχικής υγείας μπορούν να βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά το άτομο. Παρόλο που σταδιακά οι νευροπειστήμονες χτίζουν την κατανόησή τους υπό το φως νέων πειραματικών δεδομένων, δεν υπάρχει γενικά αποδεκτή συμφωνία ως προς την ερμηνεία αυτών των δεδομένων και η συναισθηματική ρύθμιση αποτελεί ένα δυναμικό πεδίο έρευνας και πρακτικής στο χώρο της ψυχοθεραπείας.

Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το πώς το συναίσθημα μπορεί να ρυθμίζεται, τόσο γνωσιακά όσο και νευρολογικά. Για περισσότερες πληροφορίες μπορεί κανείς να ανατρέξει στο μοντέλο Γνωσιακής Συναισθηματικής ρύθμισης (Gross, 1998), και στο Βιωματικό-Δυναμικό μοντέλο συναισθηματικής ρύθμισης (Gerucci et al., 2015, 2016).

Η αναδυόμενη γνώση από το χώρο της νευροεπιστήμης του συναισθήματος έχει επηρεάσει τον τρόπο επεξεργασίας των συναισθημάτων μέσα στη θεραπευτική σχέση. Η επεξεργασία του συναισθήματος κατέχει κεντρική θέση σε ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις των τελευταίων δεκαετιών, όπως είναι η Θεραπεία Συναισθηματικής Ρύθμισης, η Θεραπεία Σχημάτων, η Διαλεκτική θεραπεία, αλλά και άλλες θεραπείες. Παρότι οι προσεγγίσεις αυτές έχουν η καθεμία τη δική της θεωρία και τεχνικές επεξεργασίας του συναισθήματος, πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητά τους σε έναν αριθμό από καταστάσεις και προβλήματα συναισθηματικής ρύθμισης. Μέσα στην θεραπευτική σχέση δίνεται η δυνατότητα να εντοπιστούν μοτίβα συναισθημάτων, να μοιραστούν, να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας, να ρυθμιστούν, ώστε να μετατραπούν αργότερα σε πιο λειτουργικές πράξεις που μπορούν να ικανοποιήσουν πιο αποτελεσματικά τις ανάγκες του ατόμου. Με απώτερο στόχο το άτομο να βοηθηθεί ώστε να περάσει από την αντανακλαστική, μαθημένη και πολλές φορές μη λειτουργική αντίδραση στην καθημερινή ζωή στην συνειδητά επιλεγμένη αντίδραση.

Πηγές:
Ekman, P. (1992). “An argument for basic emotions”. Cognition and Emotion. 6 (3): 169–200. doi:10.1080/02699939208411068.
Gross, 1998
Gercucci A, Frederickson J and Job R (2017) Editorial: Advances in Emotion Regulation: From Neuroscience to Psychotherapy. Front. Psychol. 8:985. doi: 10.3389/fpsyg.2017.00985
Gerucci et al., 2015, 2016
Grecucci, A., Chiffi, D., DiMarzio, F., Frederickson, J., and Job, R. (2016a). Anxiety
and Its Regulation: Neural Mechanisms and Regulation Techniques According
to the Experiential-Dynamic Approach, in Anxiety Disorders. Rijeka: InTech
Publishing.
Grecucci, A., and Job, R. (2015). Rethinking reappraisal: insights from Affective
Neuroscience. Behav. Brain Sci. 38:e102. doi: 10.1017/S0140525X14001538
Parrott, W. (2001). Emotions in Social Psychology. Key Readings in Social Psychology. Philadelphia: Psychology Press.